-
Το καλάθι αγορών είναι άδειο!
Δημιουργία του «παζαριού» του Αλμυρού( Πέμπτη 19 Απρ 2012)
του Κώστα Γκουντάρα
Ποιος δεν έτρεξε; Ποιος δεν έπαιξε; Ποιος δεν φώναξε; Ποιος δεν έκλαψε; Ποιος δεν ψώνισε στο παραδοσιακό «παζάρι» του Αλμυρού, που εδώ και αρκετές δεκαετίες πραγματοποιείται στην όμορφη αυτή τοποθεσία, στα «πλατάνια». Λίγο πιο πάνω ή λίγο πιο κάτω, δεν έχει και μεγάλη σημασία, αφού οι παλαιότεροι θα νοσταλγούν την αρχική του θέση, οι δε νεότεροι τη σημερινή που βιώνουν. Εκεί, λοιπόν, στην ωραία αυτή τοποθεσία στην άκρη της πόλης προς την πλευρά του ποταμιού, «Ξηριάς» το όνομά του, αφού δεν έχει όλο το χρόνο νερό, εκεί γίνονταν και γίνεται το καλύτερο «παζάρι» της περιοχής. Εκεί οι έμποροι και οι πραματευτάδες άπλωναν και απλώνουν το εμπόρευμά τους σε μια σειρά από παράγκες που είχε και έχει προβλέψει γι αυτούς ο τοπικός Δήμος. Σαν μια μικρή πολιτεία βαλμένα όλα σε τάξη και σειρά, χαράζονται με νούμερα για την δημοπρασία, που γίνεται μερικές μέρες πριν. Και αφού ο ενδιαφερόμενος έπαιρνε ή πάρει αυτό το μέρος που ήθελε ή θέλει, ανάλογα με το βαλάντιο που διέθετε ή διαθέτει, τακτοποιούσε το εμπόρευμά του, για να αρχίσει τον αγώνα του. Οι επισκέπτες είχαν την ευκαιρία να περιπλανηθούν ανάμεσα σε πάρα πολλά περίπτερα με κάθε λογής εμπορικά είδη, κάνοντας τις αγορές τους για τους ίδιους και τα αγαπημένα τους πρόσωπα, διασκεδάζοντας στο μεγάλο λούνα παρκ μαζί και απολαμβάνοντας παραδοσιακό σουβλάκι στο χώρο της εστίασης, όπου στήνονται ψησταριές και τραπεζοκαθίσματα για το μεγάλο φαγοπότι. Και όταν η οικονομική κρίση είναι μεγάλη οδηγεί χιλιάδες οικογένειες στην αναζήτηση φθηνών λύσεων για διασκέδαση και μικροαγορές διάθεσης,
Αλλά πότε και πώς προέκυψε αυτό το «παζάρι» στην πόλη μας;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λέξη «παζάρι» είναι τούρκικη, όπως επίσης ότι οι Τούρκοι ήταν στην περιοχή μας από το 1424 έως το 1881, δηλαδή 457 ολόκληρα χρόνια. Το ζύμωμα με τους Έλληνες όλα αυτά τα χρόνια τους έφεραν κοντά και έτσι άρχισαν να αναπτύσσονται σχέσεις συναναστροφής για την επιβίωσή τους. Αποτέλεσμα αυτών ήταν και η κοινή τους εργασία, κοινή χώροι αναψυχής κλπ, αφού με το πέρασμα των χρόνων, στην προκειμένη περίπτωση αιώνων, άρχισε και η σχέση υπόδουλου και κυρίαρχου να ατροφεί, όσο ήταν δυνατόν. Υπάρχουν περιστατικά και στιγμιότυπα στις σχέσεις Τούρκων και Αλμυριωτών συγκλονιστικά στη διάθεσή μας. (π.χ. τα περισσότερα πηγάδια στην παραλία του Αλμυρού, ως αρδευτικά, ήταν έργο των τούρκων εποίκων. Οι σχέσεις καθημερινότητας εντυπωσιακές και πάμπολλες κλπ).
Έτσι, λοιπόν, με Β. Δ. που υπογράφει ο τότε Βασιλεύς των Ελλήνων Γεώργιος ο Α΄, από την Κυριακή του Θωμά 24 Απριλίου 1894 «…ήρξατο, καθιερωθείσα η ετήσια εμπορική πανήγυρις του Αλμυρού…». Από όλη την επαρχία και από άλλα μέρη πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε και αναμένονταν ζωηρές συναλλαγές παρ’ όλη τη γενική φτώχεια. Επειδή, όμως, από τις 24 μέχρι τις 30 Απριλίου που διήρκησε η νεοσύστατη εμπορική πανήγυρη, καθ’ όλη δηλαδή την εβδομάδα δεν έγινε καμία εμπορική πράξη και σχεδόν ο χώρος όπου γίνονταν ήταν έρημος πωλητών και αγοραστών δόθηκε παράταση αυτής μέχρι και τις 3 Μαΐου. Επειδή, όμως, η εβδομαδιαία εμπορική πανήγυρη που γίνονταν κατά το Σάββατο παρουσίαζε κάποια κίνηση οι αρμόδιες αρχές της πόλεως, Δήμος, Αστυνομία, Εμπορικός σύλλογος κλπ, αφού συνεννοήθηκαν αποφάσισαν από κοινού η εβδομαδιαία εμπορική πανήγυρη να γίνεται στο χώρο της ετήσια εμπορικής πανήγυρης ελπίζοντας έτσι ότι το επόμενο
έτος θα γίνει η εμπορική πανήγυρη καλύτερη. Αν και γενικά οι συναλλαγές ήταν μέτριες και πολύ περιορισμένες, όπως συμβαίνει συνήθως σε νεοσύστατες εμπορικές πανηγύρεις, καθ’ όλη τη διάρκειά της επεκράτησε τάξης και ησυχία, χάρης στα δραστήρια μέτρα της Αστυνομίας. «…Ο χώρος ένθα τελείται η εμπορική πανήγυρης, παραποτάμιος ων και σκιαζόμενος υπό αυτοφυών πλατάνων…», τα οποία διασώθηκαν χάρις στα μέτρα που πήρε ο Δήμαρχος Αλμυρού Βαλαμοτόπουλος Δημήτριος «…παρουσιάζει θέσιν ρωμαντικήν». Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκαν κάποιοι ειδικοί στα περί των καφενείων, όπως ο Ιωάννης Παπαδάκης γνωστός για τα νέα και τερπνά θεάματα στην αλυσίδα των καφενείων του εντός της πόλης και δημιούργησε παράπηγμα προγραμματίζοντας να φέρει μουσικό θίασο από γυναίκες προς ευχαρίστηση των κατοίκων. Έτσι επινοώντας κάθε φορά και κάτι καινούργιο προσπαθούν να δώσουν αίγλη στην εμποροπανήγυρη ώστε νάναι καλύτερη της προηγούμενης. Σιγά-σιγά διαπιστώνουν ότι ο καλύτερος συνδυασμός είναι αυτός που θέλει την εμποροπανήγυρη συνέχεια της μεγάλης θρησκευτικής πανήγυρης της 23 Αυγούστου που γιορτάζονται τα εννιάμερα της Παναγίας στο Κάτω Μοναστήρι της Ξενιάς, αφού και εκεί συγκεντρώνονταν πολλοί μικροπωλητές, έμποροι κλπ όσο διαρκούσε το πανηγύρι της.
Αξίζει να σταθούμε στην εμποροπανήγυρη του 1905 που στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία, αφού πολλοί ξένοι έμποροι ήλθαν από όλη τη Θεσσαλία (Φθιώτιδα, Φάρσαλα, Βόλο) πλανόδιοι πωλητές διαφόρων εμπορευμάτων, πλανόδιοι ηθοποιοί, δραματικοί θίασοι, Καραγκιόζηδες σχοινοβάτες και πλανόδιοι … Ιεροκήρυκες «κηρύσσοντες τον Λόγον του Θεού αντί πενταρολογίας». Στη συγκεκριμένη εμποροπανήγυρη ο Δήμος ανήγειρε 30 παραπήγματα κόστους 600 δρχ, τα οποία και υπερκάλυψε.
Σήμερα η εμποροπανήγυρη αποτελεί μεγάλο εμπορικό και καλλιτεχνικό γεγονός, αφού την επισκέπτονται χιλιάδες κόσμου, 40.000 τη χρονιά που πέρασε, και τα έσοδα του Δήμου είναι υπεραρκετά. Οι παλιοί νοσταλγούν και οι νεότεροι ξεφαντώνουν.
To Παζάρι στον Αλμυρό.
του Κώστα Γκουντάρα
Τέτοιες μέρες, μετά το Δεκαπενταύγουστο, οι μεγαλύτεροι φέρνουμε στο νου μας τις παλιές καλές μέρες που ζούσαμε αυτή την περίοδο του παζαριού στον Αλμυρό.
Με τη λήξη των μαθημάτων, μικροί μαθητές, θυμάμαι, τρέχαμε όλοι μας προσπαθώντας να βρούμε καμιά δουλειά, για να βγάλουμε το χαρτζιλίκι μας για το παζάρι που με τόση αγωνία και επιθυμία περιμέναμε, σαν παιδιά.
«Δεν θα ψωνίσουμε ακόμη τίποτα», έλεγε η μητέρα, «θα βρούμε πολλά και καλά πράγματα στο παζάρι. Και για σας και για μας και για τον παππού και την γιαγιά. Πάτε εσείς να βρείτε καμιά μικροδουλειά να πάρετε καμιά δραχμή γιατί φέτος δεν φθάνουν ούτε για παιχνίδια, ούτε για τ΄ αλογάκια και τις παλάντζες».
Κάπως έτσι μας φοβέριζε η μητέρα, όχι για τίποτε άλλο, αλλά περισσότερο για να φύγουμε από τα πόδια της, τούτες τις μέρες που ήθελαν κι αυτοί να κανονίσουν τις δουλειές τους. Και ήταν αρκετές, γιατί ασχολούνταν πολύ μ’ έναν ωραίο μπαξέ με πολλά εποχιακά φρούτα και λαχανικά, μας τον είχε αφήσει ο παππούς μου που και αυτός τον δούλευε για πολλά χρόνια.
Αγάντα λοιπόν για το παζάρι. Και καθώς πλησίαζαν οι μέρες, τόσο και πιο πολύ μας έτρωγε η αγωνία. Να δούμε τέλος πάντων τι το διαφορετικό θα έχει φέτος.
Στις 22 του μήνα Αύγουστου πηγαίναμε όλοι μαζί να προσκυνήσουμε στο μοναστήρι της Ξενιάς. Πηγαίναμε κάθε χρόνο να πάρουμε την ευλογία της Παναγίας, μια που η γιορτή της είναι στις 23 του μήνα αυτού. Ημέρα που στον Αλμυρό ανοίγει το παζάρι.
Εκεί, λοιπόν, στους πρόποδες της Όθρυς, κάπου 18 χιλ από την πόλη του Αλμυρού την ημέρα αυτή συρρέουν αρκετοί πιστοί, κατά χιλιάδες, από όλα τα μέρη της πατρίδας μας, για να προσκυνήσουν στη χάρη της. Είναι η φήμη της αρκετά μεγάλη και ο κόσμος πάρα πολύς. Εκεί πηγαίναμε και ’μεις την ημέρα αυτή για να προσκυνήσουμε.
Ξεκινούσαμε από νωρίς το απόγευμα με το κάρο του θείου του Δημητράκη για να είμαστε εκεί για τον εσπερινό. Μέναμε το βράδυ σε κάποιο κελί, όπως γινότανε για τους περισσότερους. Την άλλη ημέρα πάλι μετά την πανηγυρική λειτουργία παίρναμε το δρόμο της επιστροφής. Δεν ξεχνούσαμε βέβαια να περάσουμε και από το χώρο του παζαριού στον Αλμυρού, εκεί στα «πλατάνια», για να πάρουμε μια πρώτη γεύση.
Εκεί, λοιπόν στην ωραία αυτή τοποθεσία στην άκρη της πόλης, προς την πλευρά του ποταμιού, Ξεριάς το όνομά του, γιατί δεν έχει όλο το χρόνο νερό, εκεί γίνονταν η εμποροπανήγυρη ή αλλιώς το παζάρι. Υπάρχουν εκεί πολλά μεγάλα πλατάνια κάτω από τα οποία, στον παχύ τους ίσκιο, οι έμποροι και οι πραματευτές άπλωναν το εμπόρευμά τους σε μια σειρά από παράγκες που είχε προβλέψει γι’ αυτούς ο τοπικός Δήμος. Σαν μια μικρή πολιτεία, βαλμένα όλα με τάξη και σειρά, χαράζονταν με νούμερα, για την δημοπρασία, που γίνονταν μερικές μέρες πριν. Και αφού ο ενδιαφερόμενος έπαιρνε αυτό το μέρος που ήθελε, ανάλογα με το βαλάντιο που διέθετε, τακτοποιούσε το εμπόρευμά του για ν’ αρχίσει τον αγώνα του.
Νωρίς το πρωΐ της ημέρας αυτής του Αυγούστου γινόταν το άλογο-πάζαρο σε χώρο λίγο πιο μακριά από το κυρίως παζάρι, γιατί μύριζε από τα ζώα. Εκεί μαζεύονταν τα καλύτερα άλογα της περιοχής, «φοράδες» ή «πουλάρια» και γίνονταν η αγοροπωλησία. Οι υποψήφιοι αγοραστές τα κοίταζαν στα δόντια, σήκωναν τα πέλματα, έβλεπαν τις αντιδράσεις τους και μετά άρχιζαν τα παζάρια. Τόσα ο ένας, τόσα ο άλλος. Μέχρι που κάποια στιγμή το ζώο έβρισκε το νέο του αφεντικό.
Στο παζάρι έμπαιναν από τον εμπορικό δρόμο της πόλης. Πρώτα συναντούσε κανείς τους μικροπωλητές και τα χαλβαντζίδικα για να τους «γλυκαίνουν» τόσο καθώς θα μπαίνουν, όσο και καθώς θα βγαίνουν. «Εδώ ο καλός χαλβάς, πάρε κόσμε», άκουγε κανείς κάθε τόσο. Εκεί και τα μικροπαιχνίδια, τα πρόχειρα βιβλιοπωλεία, οι αθλητικές φόρμες τα ασημικά και τα είδη των εργαλείων για τους «κατασκευαστές». Καθώς αφήναμε το κομμάτι αυτό του παζαριού, μπαίναμε στον κυρίως χώρο. Εκεί όλα με σειρά σχεδόν κάθε χρόνο στο ίδιο μέρος, για να μη μπερδεύονται οι επισκέπτες. Οι πετσέτες και τα εσώρουχα, οι κάλτσες και οι πυτζάμες μαζί. Τα βαριά χειμωνιάτικα, τα είδη κυνηγιού, τα πιατικά, τα παπούτσια, τα μεγάλα υπαίθρια βιβλιοπωλεία, τα παιχνίδια, τα σουβλατζίδικα με την τσίκνα τους, τα χαλβατζίδικα, οι καλαμποκάδες, της γριάς το μαλλί και τέλος το Λούνα-Παρκ με το γύρω του θανάτου, τ’ άγρια ζώα, τις κούνιες, τις βάρκες, τις παλάντζες, τα συγκρουόμενα, τη σκοποβολή, τους κρίκους, τα παπάκια, τα ράλλυ, τη μπαλαρίνα, το ταψί, το καράβι και ό,τι καινούργιο φέρουν οι άνθρωποι της δουλειάς αυτής.
Εδώ λοιπόν σ’ αυτό τον όμορφο και δροσερό χώρο, γνωστό σ’ όλους ως πλατάνια, εδώ για οκτώ ημέρες κτυπούσε η καρδιά της επαρχίας και όχι μόνο. Εδώ οι νοικοκυρές έπαιρναν τα απαραίτητα για το σπίτι, οι αγρότες έβλεπαν και αγόραζαν, άλλος το ζώο του και άλλος το μηχάνημά του, αυτό που θα χρειάζονταν στη νέα περίοδο, άλλος τα βαριά χειμωνιάτικα ρούχα, τα παπούτσια του, τις μπότες του, τα βιβλία του. Εδώ οι μερακλήδες κάθε μέρα έτρωγαν και έπιναν, έριχναν και καμιά στροφή, για να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Εδώ τα παιδιά εκτονώνονταν στα λογής-
λογής παιχνίδια και στο λούνα-πάρκ. Εδώ γίνονταν και τα νέα προξενιά, συνήθως στα χαλβατζίδικα, όπου υπήρχε περισσότερη «γλύκα». Εδώ όλα. Και σαν τέλειωνε αυτό το γιορτάσι για την επαρχία, ήταν όλοι τους ευχαριστημένοι. Ο τοπικός Δήμος για τα έσοδα, και δεν ήταν λίγα, μεγάλη ανάσα για τις δαπάνες του και προγραμματισμός νέων έργων για τον συγκεκριμένο χώρο. Οι έμποροι και επαγγελματίες, αρκετοί εξ αυτών Αλμυριώτες, τα παιδιά για τις ξέγνοιαστες στιγμές, οι κυράδες για τις αγορές τους και αυτοί ακόμη οι κουμανταδόροι του σπιτιού, καθώς νόμιζαν ότι κατάφεραν πολλά με λίγα χρήματα.
Κάπως έτσι λοιπόν περνάνε για τόσα χρόνια τα «παζάρια» στην όμορφη αυτή πόλη του Αλμυρού. Οικονομική ανάσα για όλη την επαρχία. Κρατά ακόμη και όπως φαίνεται θα κρατήσει για πολύ.
Για τους κατοίκους της, τρόπος ζωής. Αποτελεί το μεταίχμιο, το τέλος μιας περιόδου, της καλοκαιρινής και αρχή μιας νέας, της χειμερινής περιόδου.-
Σημ. Εδώ και αρκετά χρόνια το παζάρι του Αλμυρού γίνεται λίγο πιο κάτω στο χώρο της λαϊκής αγοράς. βέβαια συμμετέχουν αρκετοί έμποροι και εκθέτες. Στο κέντρο ακριβώς του παζαριού βρίσκονται τα μεζετζίδικα με το λούνα πάρκ τα οποία και συγκεντρώνων, ως συνήθως, και τον περισσότερο κόσμο. Δεν έχει όμως το τωρινό παζάρι την αίγλη εκείνου του παζαριού, του παλιού, που εφέτος συμπληρώνει 138 χρόνια ζωής, αφού το πρώτο παζάρι έγινε μετά την απελευθέρωση του Αλμυρού το 1894. (απελευθέρωση 1 Μαΐου 1898 (2η)).
Video Link : https://youtu.be/Wxud-KFimH4